- ἀκασκαῖον
- ἀκασκαῖοςgentlemasc acc sgἀκασκαῖοςgentleneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακασκαίος — ἀκασκαῑος, αία, ον (Α) [ἄκασκα] ήσυχος (ή σύμφωνα με άλλη ερμηνεία), καταστόλιστος «ἀκασκαῑόν τ ἄγαλμα πλούτου» (Αισχύλ. Αγ. 741) … Dictionary of Greek